Ταξίδια Μέσα Από Τη Λογοτεχνία!

Η Λογοτεχνία είναι για μένα ένα «παράθυρο» σ' έναν μαγικό κόσμο. Κάθε βιβλίο μάς ταξιδεύει σε κόσμους πραγματικούς ή φανταστικούς, τωρινούς, μελλοντικούς ή παρελθοντικούς. Ένα είναι το μόνο σίγουρο, κάθε βιβλίο που μας ενθουσιάζει, μας εντυπωσιάζει ή μας μαγεύει θέλουμε να το μοιραστούμε με άλλους φίλους-αναγνώστες. Έτσι κι εγώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σας όσα βιβλία με ενθουσίασαν και με «γέμισαν» με πρωτόγνωρες ιδέες, εικόνες και συναισθήματα. Σαφώς και η άποψη του κάθε αναγνώστη είναι μοναδική και ένα βιβλίο που εμείς λατρέψαμε μπορεί κάποιος άλλος να το αντιπάθησε ή ακόμα και να το μίσησε... Μέσα από αυτήν την οπτική θεωρώ φρόνιμο να μη σχολιάζω όσα βιβλία δεν με εντυπωσίασαν ή με άφησαν αδιάφορη, διότι η άποψή μου είναι απολύτως υποκειμενική. Δεν θα ήθελα να προκαταλάβω αρνητικά κανέναν αναγνώστη, αποτρέποντάς τον από το να διαβάσει ένα βιβλίο το οποίο, ενδεχομένως, να τον ενθουσιάσει. Κάθε βιβλίο απαιτεί το κατάλληλο περιβάλλον, το υπόβαθρο και την ανάλογη διάθεση για να εκτιμηθεί, οπότε καλό θα είναι να μην απορρίπτουμε ποτέ τίποτα. Η έκφραση και αποτύπωση της δικής μου γνώμης για κάθε βιβλίο -αλλά και των απόψεων και σχολιασμών άλλων φίλων-συγγραφέων-αναγνωστών, που αναγράφονται στη σχετική κατηγορία-, έχουν ως μοναδικό σκοπό να εκφράσουν τον θαυμασμό μας για ορισμένα βιβλία που θεωρούμε άξια λόγου και θέλουμε να γίνουν ευρέως γνωστά, βοηθώντας έτσι τους αναγνώστες στην επιλογή του επόμενου βιβλίου που θα διαβάσουν. Πάντοτε με το μεγαλύτερο σεβασμό και θαυμασμό για όλους τους συγγραφείς, που μέσα από τις σελίδες των βιβλίων τους μας «ταξιδεύουν» μακριά από την εκάστοτε πραγματικότητα ή μας βοηθούν να την κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά σε κάθε περίπτωση στολίζουν την ψυχή μας, οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ!

Κλειώ Ισιδ. Τσαλαπάτη

Τετάρτη 30 Απριλίου 2014

«Ο ΑΠΡΙΛΗΣ ΣΤΑΘΗΚΕ ΑΛΗΤΗΣ», του Γιάννη Φιλιππίδη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη

«Ο ΑΠΡΙΛΗΣ ΣΤΑΘΗΚΕ ΑΛΗΤΗΣ», του Γιάννη Φιλιππίδη - Γράφει η Κλειώ Τσαλαπάτη
Εκδόσεις: Άνεμος Εκδοτική
Σελίδες: 520
Τιμή: 16,50 €
Διαθέσιμο: Μάιος 2014

Είναι μεγάλη χαρά για μένα να σας παρουσιάζω ένα μικρό απόσπασμα ως μια πρώτη γεύση από το νέο βιβλίο ενός συγγραφέα και ανθρώπου που εκτιμώ βαθύτατα, του Γιάννη Φιλιππίδη.
Κάθε βιβλίο του είναι για μένα, πλέον, ένα λογοτεχνικό γεγονός, καθώς με έχει πείσει πως διαθέτει τη ‘στόφα’ του πραγματικού λογοτέχνη. Όσα βιβλία του έχω διαβάσει με έχουν ενθουσιάσει, με έχουν ‘ταξιδέψει’ και μου έχουν αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.
Πιστεύω ότι το ίδιο θα συμβεί και με το τελευταίο του βιβλίο, το οποίο υπόσχεται πολλές και δυνατές συγκινήσεις. Του εύχομαι ολόψυχα καλοτάξιδο και να βρει μια αξιοζήλευτη θέση στην καρδιά των αναγνωστών, όπως του αξίζει!

Απόσπασμα:

“Και τι γάμος ήτανε στ’ αλήθεια αυτός. Όλα τα ’χανε: τη νύφη σε χαώδη κατάσταση, λες και δεν ακουμπούσε με τα πόδια της το έδαφος αλλά ίπτατο, δέκα με δεκαπέντε εκατοστά, τον γαμπρό με τη βεβαιότητα αυτουνού που κέρδισε τελικά το μαγικό κορίτσι, και λίγο πιο πίσω, ανάμεσα στα πρώτα κεφάλια, διέκρινες τον πρώην, τουλάχιστον ως τη στιγμή που αισθάνθηκε τέτοια σκοτοδίνη, που ζήτησε μια καρέκλα, στην οποία σωριάστηκε κάθιδρος. Όσο όμως στεκόταν ακόμα όρθιος, μέχρι και το βλέμμα του παρ’ ολίγον πεθερού του έκλεψε για ώρα. Μόλις είχαν πάρει τις θέσεις τους κι εν χορώ των πρώτων ψαλμών, και το βλέμμα του Αλέκου είχε πέσει πάνω σ’ αυτό το κακόμοιρο παιδί, που ’χε σίγουρα μέρες ολόκληρες να κοιμηθεί φυσιολογικά, θαρρείς και τον ρούφαγε το φωτεινό σακάκι του ένα πράγμα. Ύστερα, στράφηκε αυθόρμητα στην κόρη του και τον γαμπρό. Ήξερε στα σίγουρα αν παντρευόταν τον σωστό άντρα; Στο αυτοκίνητο και στον καίριο χρόνο που τους άφησε μόνους, μιας κι ο ίδιος θέλησε να οδηγήσει, ώστε να μην υπάρχει άλλος που ν’ ακούει στο αυτοκίνητο, παρά μονάχα μετά την πόρτα της εκκλησίας, που ο ίδιος θα οδηγούσε την κόρη του στα σκαλιά, και το νυφικό αυτοκίνητο θα αναλάμβανε να το παρκάρει πρόχειρα κάποιος μικρανιψιός εύκαιρος.
Η Στέλλα παραήταν σιωπηλή, λέξη δεν βγήκε από το στόμα της, πέρα από τον χαιρετισμό της.
«Όλα καλά, ψυχή μου;»
Εκείνη πάλι, σαν να υποψιαζόταν ότι θα ερωτηθεί.
«Ναι, μπαμπά μου, μια χαρά. Έτοιμη, που λέμε».
Ο Αλέκος όμως, τις σπάνιες φορές που υπήρξε αναγκαιότητα, στάθηκε ακριβής με δυο φράσεις.
«Είσαι σίγουρη ότι θέλεις να παντρευτείς τον Χρόνη;»
Η Στέλλα ακούστηκε μ’ ένα μουρμούρισμα θεατρικό.
«Θεέ μου, τι οικογένεια έχω;» και στρέφοντας άμεσα το μακιγιαρισμένο με μαύρο και λίγο φωτεινό χρώμα από σκιά ματιών σε γαλάζιο βλέμμα της: «Τι έχετε πάθει δεν μπορώ να καταλάβω. Να με παίρνετε με τη σειρά όλη μέρα, να με απομονώνετε και να με ρωτάτε!»
«Ποιος άλλος σε ρώτησε, παιδάκι μου;»
«Μέχρι στιγμής; Πρώτη το πρωί η Ελένη, μετά η θεία Λουίζα, πριν από λίγο κι η ίδια η μαμά. Στο αυτοκίνητο που μας πηγαίνει στην εκκλησία, όπου πρόκειται με την άδειά σας να παντρευτώ, δεν είμαστε; Τι άλλο πρέπει να σας κάνω σαφέστερο ότι αποφάσισα να παντρευτώ;»
«Αυτόν τον άνθρωπο;»
«Έγινε τώρα αυτός ο άνθρωπος ο Χρόνης; Έναν χρόνο τώρα δεν κυκλοφορούμε φανερά μαζί; Τη δουλειά του την έχει, στέλεχος σε γαλακτοβιομηχανία πολυεθνική μ’ επιχειρήσεις στην Ελλάδα, εξασφάλιση από κάθε άποψη, είναι ένας ωραίος άνδρας. Τι σας ξινίζει το γιαούρτι σας, δεν μπορώ να καταλάβω».
Ο πατέρας της το σκέφτηκε μια στιγμή, ώσπου να κάνει δεξιά και να κόψει στο φανάρι, να μπορεί να την κοιτάξει στα μάτια, έστω και μέσα από τον καθρέφτη του οδηγού.
«Η στάση σου, Στέλλα».
«Τι στάση με βλέπετε να ’χω απέναντι στον Χρόνη;»
«Αν πω ότι σε έχουμε δει και πιο ευτυχισμένη, δεν θα ’ναι ψέματα. Με τον Σάκη πέταγες, κορίτσι μου. Σε χάσαμε από τη ζωή μας για τέσσερα χρόνια κι άλλο ένα εξάμηνο, μέχρι να συνέλθεις. Μετά μας εμφάνισες το καινούριο το παιδί. Αλλά, πώς να το πω, δεν έλαμπες όπως την προηγούμενη φορά».
«Σαν να λέμε ότι θα προτιμούσες να παντρευτώ τον άλλον. Και μου το λες την ώρα που πας να με παντρέψεις».
«Εγώ τ’ αποφάσισα;»
«Δική μου ήτανε μπαμπά η απόφαση. Κι αν δεν σας χαλάει τις προβλέψεις, σκοπεύω να τηρήσω τον λόγο που έδωσα».
«Εμείς πάντως, κορίτσι μου, με τη μάνα σου, μια φορά σε είδαμε ξετρελαμένη από έρωτα».
«Θα με ξαναδείτε, μπαμπά μου. Θα με πας καρφί στον ιερό ναό ή θα στροφάρεις κανένα τετράγωνο, να στρεσάρουμε λίγο τον γαμπρό;»
«Να μην τον αγχώσουμε λίγο;»
«Θα σου κλέψω ένα τσιγάρο».
«Κλέψε ό,τι θες, κοίτα να μην αρπάξει κανένα νυφικό φωτιά και καούμε μαζί με τ’ αυτοκίνητο».
Η Στέλλα είχε πνιγεί από τα γέλια και τον καπνό.
Και βέβαια προτιμούσε το παιδί από τα δυτικά ο Αλέκος. Ψέματα ενώπιον Θεού θα έλεγε ο χριστιανός; Ειδικότερα, έτσι όπως τον έβλεπε ημιλιγόθυμο να κοιτάζει με κείνο το παράπονο στα μάτια τη δική του κόρη. Που επέμενε να παρευρεθεί σαν σκιά του εαυτού του στις μπροστινές θέσεις μιας κατάμεστης εκκλησίας – είχανε τελικά μαζέψει πολύ κόσμο τα δυο σόγια. Αστέρι τού φαινότανε κι αυτουνού το πρόσχαρο παιδί που ’χε γνωρίσει, έστω κι αν βλέπονταν σπανιότατα μεταξύ τους. Μ’ αυτόν η κόρη του έδειχνε ικανοποιημένη, λες και της είχες πραγματοποιήσει ως και την τελευταία της επιθυμία. Κι αν ήθελε, θα το κράταγε μυστικό κι από τον ίδιο της τον πατέρα, όπως είχε αντίστοιχα κρατήσει σε ολική άγνοια τη Ζωή. Αλλά από τον πρώτο κιόλας μήνα που συζήσανε με τον Σάκη, τον πήρε στην τράπεζα απ’ έξω και του το είπε. Θα ’ταν ανέντιμο από μεριάς της να μην ομολογήσει τη συγκατοίκηση με τ’ αγόρι της, που ’χε αναλάβει εκείνος νοίκια-φώτα. Έτσι κατέληξε εις γνώσιν του να δίνει το μισό σχεδόν μηνιάτικο επίδομα στη Στέλλα. Μόνο ότι το δωμάτιο ήτανε κάτι λίγες γειτονιές παρακάτω αγνοούσε. Αλλά θα το μάθαινε κι αυτό εκείνη τη νύχτα μετά τα κλαπατσίμπαλα και μόλις θα ’μπαιναν να ξεντυθούν ημιθανείς αυτός κι η Ζωή στην κρεβατοκάμαρά τους πια.
Ένα ήξερε ο Αλέκος ως σύζυγος και ως πατέρας, ότι τόσο η γυναίκα του όσο και τα κορίτσια είχαν πολύ φλογερότερο ταμπεραμέντο για τα μούτρα τού κάθε απλώς συμπαθούς Χρόνη. Αχ τι θα ’χε να περάσει κι αυτός ο ανύποπτος. Λάτρευε τις τρεις γυναίκες της ζωής του, αλλά ήξερε ότι καμιά τους δεν ήταν εύκολη στον χαρακτήρα. Καθεμία απ’ αυτές κι ένας τυφώνας. Απέναντί του το ’χε το παιδί, το χαμένο, σαν ν’ άκουγε τη βαριά ιδρωμένη ανάσα του. Έχανε την επικαιρότητα με τις κόρες του πια. Αλλά τι είχε κάνει τόσο πολύ βαρύ και τα τέσσερα χρόνια ευτυχίας πετάχτηκαν από έναν ψηλό βράχο στη θάλασσα; Η κόρη του σχεδόν κρύα, λες και παρίστατο σε μια δημόσια εκδήλωση, και πίσω της το παλικαράκι να ’χει λιώσει σαν κερί από τα λεπτότερα. Γιατί για τον ίδιο με μια ματιά τα πάντα έδειχναν τόσο σαφή; Γεμίσανε μια εκκλησία για να οδηγήσει στα σκαλιά της την πρώτη κόρη του σε λάθος άνθρωπο;
Έστρεψε τα μάτια του ψηλά ο Αλέκος, να ρωτήσει Θεό, αλλά το βλέμμα του χάθηκε στις φωτεινές κρυστάλλινες σταγόνες του τεράστιου πολυέλαιου του ναού. Όχι, δεν χρειαζόταν να ρωτήσει κανέναν. Αυτή η τελετή θα τον έπειθε ότι έκανε πολύ κακώς που δεν έμαθε περισσότερα για τον χωρισμό της κόρης του, που δεν ενεπλάκη, που δεν τους μόνιασε. Τα πάντα θα μπορούσε να κάνει, μολονότι άντρας, και ας μην ήξερε πολλά από ερωτοδουλειές. Αυτόν τον γάμο, ωστόσο, θα έπρεπε να τον είχε αποτρέψει, αν ήθελε όντως να δει την κόρη του ευτυχισμένη, όχι κάπως σαν ευτυχισμένη. Και κείνο το καλοκαιρινό απόβραδο θα ευχόταν κάτι που θα μπορούσε να τον κάνει δυνατό, ν’ αναιρέσει τον γάμο που έβλεπε να συμβαίνει. Αλλά η επίγνωση ότι δεν μπορούσε τον έκανε να νιώθει ανοίκεια νευρικός. Και πιο πολύ απ’ όλα, δυστυχής: γιατί έστω και μια φορά χρέωνε στον εαυτό του το γεγονός ως προσωπικό του σφάλμα. Είχε κάνει λάθος ως γονιός, λάθος τεράστιο. Το χειρότερο ήταν ότι ιστορικά θ’ αποδεικνυόταν πως είχε δίκιο.”

Υπόθεση Οπισθόφυλλου:

«Ένας Απρίλης πλανευτής, μια γυναίκα που ωριμάζει σαν ακριβό κρασί, ένα νησί γεννημένο από λάβα, η Σαντορίνη, κι ένας οριστικός έρωτας που δεν κουράστηκε ποτέ να περιμένει, συνθέτουν το παζλ των τριάντα ωρών που θα χρειαστεί η Στέλλα μέχρι να δει ολοκάθαρα μέσα της και γύρω της.
Πώς περνάνε έτσι εύκολα κι απλά ολόκληρα κομμάτια μιας ζωής, που θεωρείς απροσμέτρητη σε μάκρος, αλλά κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι δεν είναι καθόλου;
Σαράντα εννέα χρόνια ωριμότητας είναι αναγκαία για να καθαρίσει αίφνης η ομίχλη που κουκουλώνει συναισθήματα, ανάγκες και όσα η ίδια αντιλαμβάνεται ως φυσικό κόσμο γύρω της.
Ίσως γιατί τη στιγμή που αισθάνεται ότι έχει κατορθώσει την αντιστροφή του χρόνου, τα πάντα φαντάζουν φωτεινά, ανεπηρέαστα από τις στροφές των ρολογιών.
Τριάντα ώρες στην καρδιά ενός Απρίλη υπόσχονται να φυσήξουν καινούριο άνεμο, να ξεσκονίσουν μνήμες που χρειάστηκε να κρατηθούν κρυμμένες, εγκλωβισμένες στο κουτάκι με τα παλιά θέλω της, που ξέμειναν απραγματοποίητα.
Γιατί έρχεται κάποτε η ώρα, που αντιλαμβάνεσαι ότι πρέπει ν’ αντιστρέψεις τον χρόνο, να κερδίσεις όσα δεν έπαψες να διεκδικείς στ’ αλήθεια ποτέ.»

Βιογραφία Συγγραφέα:

Ο Γιάννης Φιλιππίδης είναι συγγραφέας και υπεύθυνος εκδόσεων της Άνεμος Εκδοτική. Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Βασίλη Ρίτσου. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά κι επώνυμες ιστοσελίδες.

Εργογραφία
Aπό την «Άνεμος εκδοτική» κυκλοφορούν τα βιβλία του:
«Η μυρωδιά σου στα σεντόνια μου» (μυθιστόρημα, 2006).
«Ο εραστής, η μέλισσα κι ένα μικρούλι “αχ”» (μυθιστόρημα, 2008).
 «Μα, το ψάρι είναι φρούτο» (οχτώ απρόβλεπτες ιστορίες για ενήλικους αναγνώστες, 2011).
«Κρατάς μυστικό;» (μυθιστόρημα, 2011).
«Ζωή με λες» (παιχνίδια πεζογραφίας, 2011).
«Λούσιfair, η βασίλισσα της Κυψέλης» (μυθιστόρημα, 2012).
«Ο Απρίλης στάθηκε αλήτης» (μυθιστόρημα 2014).
«Το ασανσέρ των οχτώμιση» (θεατρικό έργο υπό έκδοση, θα κυκλοφορήσει ταυτόχρονα με την θεατρική του πρεμιέρα).

Πολυσυμμετοχικά
«Το προσωπικό μου θέατρο σκιών» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).
«Προσωπογραφίες» (ιδιωτική έκδοση Black Duck multiplarte, 2011).


Ανακαλύψτε ηλεκτρονικά τον συγγραφέα:

http://yannis-filippidis.blogspot.gr/
http://www.facebook.com/pages/Γιάννης-Φιλιππίδης/106119902779487?fref=ts

Περισσότερες πληροφορίες: www.anemosekdotiki.gr


• Eπικοινωνήστε με τον συγγραφέα:

• Περισσότερες πληροφορίες:

• Επίσημη Σελίδα του βιβλίου: